-
1 προ-κάθ-ημαι
προ-κάθ-ημαι (s. ἧμαι), ion. προκάτημαι, davorsitzen, -liegen, vor einem Orte gelegen sein, τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, Her. 7, 172, bes. aber davorliegen, -stehen zum Schutz, zur Vertheidigung, τινός, 8, 36. 9, 106; τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; ὁ νόμος, Antiph. 6, 21; Eur. vrbdt auch οἳ τετράμοιρον νυκτος φρουρὰν προκάϑηνται, Rhes. 7; τὸ προκαϑήμενον τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 56, 5, u. ä. oft; auch ἐν τῇ Τυῤῥηνίᾳ, 2, 25, 2; ἐπ ὶ τῶν τόπων, 3, 86, 1, auch = öffentlich dasitzen, z. B. zu Gericht od. dgl., 5, 63, 7. 12, 16, 6, ἐπὶ βήματος, D. L. 49, 40. – voransitzen, auf einem Ehrenplatze, προκάϑηνται καϑ' ἡλικίαν καὶ τιμήν, Strab. 3, 3, 7.
См. также в других словарях:
προκάθημαι — ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α [κάθημαι] 1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ ἡλικίαν καὶ… … Dictionary of Greek